- ἀπαγορευτικός
- ἀπαγορευτικόςprohibitorymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγορευτικός — ή, ό (Α ἀπαγορευτικός, ή, όν) αυτός που ενέχει απαγόρευση, παρεμποδιστικός (Γραμμ.). «απαγορευτικά μόρια» άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία του ομιλούντος είτε ως παράκληση είτε ως προσταγή να μη γίνει κάτι. Κύριο… … Dictionary of Greek
απαγορευτικός — ή, ό αυτός που κλείνει μέσα του απαγόρευση, ο παρεμποδιστικός: Στο νόμο υπάρχουν πολλές απαγορευτικές διατάξεις. – Οι δασμοί που επιβλήθηκαν για το είδος αυτό είναι ουσιαστικά απαγορευτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαγορευτικά — ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc pl ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc/acc dual ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικώτερον — ἀπαγορευτικός prohibitory adverbial comp ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc comp sg ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικόν — ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc sg ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικαί — ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοῖς — ἀπαγορευτικός prohibitory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοί — ἀπαγορευτικός prohibitory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοῦ — ἀπαγορευτικός prohibitory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικούς — ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)